άσμιχτος

άσμιχτος
η , ο
1) не смешанный, не смешавшийся или не смешиваемый, не могущий быть смешанным; 2) несоединяющийся; несросшийся (о бровях); 3) перен. не встречавшийся (с кем-л.);

χρόνια έχουμε άσμιχτοι — а) мы много лет не встречались; — б) мы много лет не жили вместе;

4) перен. негостеприимный, неприветливый (о жителях какого-л. города);
5) не помирившийся (с кем-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "άσμιχτος" в других словарях:

  • άσμιχτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να αναμιχθεί, ν ανακατευτεί με κάτι άλλο 2. εκείνος που δεν έρχεται σε επικοινωνία με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. Η σημ. της λ. συνδέει τη λ. με το αρχ. άμικτος, οπότε το σ θα οφείλεται σε ετυμολογική επίδραση του… …   Dictionary of Greek

  • άσμιχτος — η, ο επίρρ. α 1. αμιγής: Ήξερες πως ό,τι θα αγόραζες από εκείνον θα ταν άσμιχτο. 2. αυτός που δε συναντήθηκε με κάποιον άλλο, αυτός που δε συνενώνεται με κάτι άλλο: Τ’ αδέρφια ήταν άσμιχτα πάνω από πέντε χρόνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»